μονόπλευρος

μονόπλευρος
-η, -ο (ΑΜ μονόπλευρος, -ον)
αυτός που έχει μία μόνο πλευρά
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που γίνεται κατά μία μόνο πλευρά ή αυτός που ενεργεί εξετάζοντας μόνο τη μία πλευρά ενός θέματος, μονομερής μεροληπτικός
2. το αρσ. ως ουσ. ο μονόπλευρος
σπάνιο απολιθωμένο γένος δίθυρων ελασματοβράγχιων μαλακίων, αντιπροσωπευτικό τών ταχυδόντων, μιας παράξενης ομάδας που έζησε κατά το κρητιδικό.
επίρρ...
μονοπλεύρως και μονόπλευρα (ΑΜ μονοπλεύρως)
από τη μία μόνο πλευρά
νεοελλ.
μονομερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monoplegia (< μον[ο]-* + πληγία < -πληγής < πλήττω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μονόπλευρος — η, ο αυτός που έχει μόνο μια πλευρά ή βγάζει συμπεράσματα εξετάζοντας μόνο μια πλευρά ενός ζητήματος, ο μονομερής: Μονόπλευρη αντιμετώπιση του ζητήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοπλεύρῳ — μονόπλευρος with one front masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερομερής — ές (Α ἑτερομερής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονομερής — ές (ΑΜ μονομερής) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής 2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῑς… …   Dictionary of Greek

  • μονόπαντος — και μονόμπαντος, η, ο αυτός που γέρνει από τη μία πλευρά, μονόπλευρος. επίρρ... μονόπαντα και μονόμπαντα από τη μία μόνο πλευρά, γέρνοντας προς το ένα πλευρό, μονόπλευρα.* [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + (μ)πάντα «πλευρά, στρατιωτική μουσική»] …   Dictionary of Greek

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • μονομερής, -ης, -ες — μονομερής, ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που εξετάζει ένα μόνο μέρος ενός πράγματος χωρίς να δίνει σημασία στα άλλα, ο μονόπλευρος: Η άποψη που είχε ήταν μονομερής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”