μονόπλευρος — η, ο αυτός που έχει μόνο μια πλευρά ή βγάζει συμπεράσματα εξετάζοντας μόνο μια πλευρά ενός ζητήματος, ο μονομερής: Μονόπλευρη αντιμετώπιση του ζητήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονοπλεύρῳ — μονόπλευρος with one front masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερομερής — ές (Α ἑτερομερής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονομερής — ές (ΑΜ μονομερής) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής 2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῑς… … Dictionary of Greek
μονόπαντος — και μονόμπαντος, η, ο αυτός που γέρνει από τη μία πλευρά, μονόπλευρος. επίρρ... μονόπαντα και μονόμπαντα από τη μία μόνο πλευρά, γέρνοντας προς το ένα πλευρό, μονόπλευρα.* [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + (μ)πάντα «πλευρά, στρατιωτική μουσική»] … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
μονομερής, -ης, -ες — μονομερής, ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που εξετάζει ένα μόνο μέρος ενός πράγματος χωρίς να δίνει σημασία στα άλλα, ο μονόπλευρος: Η άποψη που είχε ήταν μονομερής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)